κόϊξ

κόϊξ
κόϊξ, ϊκος, ,
A doum-palm, Hyphaene thebaica, Thphr.HP1.10.5, etc.
2 palm-leaf basket, Pherecr.78, Antiph.63:—[dialect] Dor. [full] κόϊς Epich.113 (also BGU972.5).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κόιξ — ο (Α κόϊξ) νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη αρχ. 1. είδος αιγυπτιακού φοίνικα, υφαντική η θηβαϊκή 2. κάνιστρο που κατασκευαζόταν από φύλλα φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Μια άλλη ονομ. τού δένδρου… …   Dictionary of Greek

  • COIX — Graece κόιξ, item ἄιρων; unde Latin. oero, de qua voce diximus, sporta vel fiscina est, quâ aliquid tollitur, et fertur: Infima Graecia προφορά ρια vocavit. Hesychius interpretatur πλέγματα, τὰ πεῶλεγμένα ἐκ φύλλων δένδρου σκεὐη, φορμοὺς, unde et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κούκι — κοῡκι, εως, τὸ (Α) το φυτό υφαντική η θηβαϊκή, ο κοκοφοίνικας, κόιξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. πιθ. αιγυπτ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • σκοίκιον — τὸ, Α σκεύος, δοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κόϊξ «κάνιστρο» + επίθημα ιον με αρκτικό σ κατ επίδραση τού σκεῦος ή τού σπυρίς «ψαροκόφινο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”